κέτερινγκ


κέτερινγκ
Προφορά

Ετυμολογία
κέτερινγκ └αγγλ┘catering

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κέτερινγκ

✦ η προμήθεια φαγητών και παροχή υπηρεσιών για κοινωνικές εκδηλώσεις· η λ., κυρίως, για να χαρακτηρίσει επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν την τροφοδοσία για τις εκδηλώσεις αυτές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.