κέντρο
Προφορά
Ετυμολογία
κέντρο αρχαία ελληνική κέντρον (= κεντρί• και το μη περιστρεφόμενο σκέλος του διαβήτη που «κεντά» το κέντρο κύκλου)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κέντρο
✦ (γεωμ.) σημείο που κείται σε ίση απόσταση απ’ όλα τα σημεία της περιφέρειας κύκλου ή της επιφάνειας σφαίρας: το κέντρο της γης
✦ σημείο σε σχέση με το οποίο τα σημεία γεωμετρικού σχήματος κείνται σε συμμετρικά ζεύγη: κέντρο συμμετρίας
✦ (φυσ.) κέντρο βάρους, το σημείο στο οποίο εφαρμόζεται η συνισταμένη των βαρών όλων των υλικών στοιχείων από τα οποία αποτελείται ένα σώμα
✦ κάθε σημείο, θέση που βρίσκεται στο μέσον ή περίπου στο μέσον ενός χώρου: το κέντρο της πόλης
✦ (μτφ. ) μέρος πόλης, οικισμού κτλ. ή σύνολο κτιρίων όπου συγκεντρώνονται και αναπτύσσονται ορισμένες δραστηριότητες: εμπορικό κέντρο – βιομηχανικό κέντρο – πνευματικό κέντρο – διοικητικό κέντρο
✦ (μτφ. ) σημείο, περιοχή, πρόσωπο ή πράγμα που είναι ζωτικό σε σχέση με μια καθορισμένη δραστηριότητα, ενδιαφέρον ή συνθήκη: τα παιδιά θέλουν να είναι το κέντρο της προσοχής – σιδηροδρομικό κέντρο
✦ γραφείο, υπηρεσία που συντονίζει ορισμένες δραστηριότητες: εθνικό κέντρο ερευνών
✦ (μτφ. ) πηγή απ’ όπου προέρχεται κάτι: κέντρο της αντεθνικής προπαγάνδας είναι η αντιπολίτευση – σκοτεινά κέντρα αποφάσεων
✦ τόπος δημόσιας συνάθροισης για αναψυχή ή ψυχαγωγία: νυχτερινό κέντρο
✦ (πολ.) μετριοπαθής πολιτική παράταξη ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά
✦ (ανατομ.) ομάδα νευρικών κυττάρων που επιτελούν την ίδια λειτουργία: κέντρο της αναπνοής
✦ (ποδόσφ.) οι παίκτες της μεσαίας γραμμής μιας ομάδας που συνδέουν την άμυνα με την επίθεση, ά. χαφ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–