κέντρισμα


κέντρισμα
Προφορά

Ετυμολογία
κέντρισμα κεντρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κέντρισμα

✦ νυγμός με αιχμηρό όργανο
(μτφ. ) παρακίνηση, παρόρμηση
✦ μπόλιασμα φυτού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.