κέντημα


κέντημα
Προφορά

Ετυμολογία
κέντημα αρχαία ελληνική κέντημα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κέντημα

✦ κέντρισμα, νυγμός
(μτφ. ) παρακίνηση
✦ τρόπος διακοσμήσεως υφάσματος (με βελόνα και κλωστή) και το εργόχειρο που κατασκευάζεται μ’ αυτό τον τρόπο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.