κάψιμο
Προφορά
Ετυμολογία
κάψιμο καίω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κάψιμο
✦ καύση
✦ το οδυνηρό αίσθημα που προκαλεί η επαφή με τη φωτιά ή με καυστική ουσία
✦ σημάδι από έγκαυμα
✦ δυσάρεστη γεύση από καυτερές ουσίες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–