κάψα
Προφορά
Ετυμολογία
κάψα └λατιν┘ capsa
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κάψα
✦ θήκη, στερεό περίβλημα
✦ κοίλο σκεύος που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για τήξη διαφόρων υλών, εξάτμιση υγρών κτλ.
✦ περίβλημα διαφόρων φαρμάκων με κακή γεύση
✦ (βοταν.) καρπός με ξερό περικάρπιο
Συνώνυμα
κάψουλα, όστια
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–