κάτοχος
Προφορά
Ετυμολογία
κάτοχος αρχαία ελληνική κάτοχος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η κάτοχος
✦ αυτός που κατέχει κάτι: πλήρεις και μόνοι κάτοχοι πάντων των φώτων (Κ. Καβάφης) – κάτοχος πτυχίου
✦ κύριος, ιδιοκτήτης: κάτοχος μεγάλων εκτάσεων
✦ (μτφ. ) γνώστης: κάτοχος της αγγλικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–