κάστα


κάστα
Προφορά

Ετυμολογία
κάστα πορτογαλ. casta (= καθαρή, ενν. φυλή)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κάστα

✦ κοινωνική τάξη
✦ ομάδα, συν. κλειστή, ατόμων που διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο, πολιτικό, επαγγελματικό, εθνικό κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.