κάμωμα
Προφορά
Ετυμολογία
κάμωμα μεσαιωνική ελληνική κάμωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κάμωμα
✦ πράξη, εκδήλωση, ιδ. η εκκεντρική: ακατανόητα καμώματα
✦ ωρίμανση καρπού
✦ (στον πληθ.) καμώματα, ακκισμοί, νάζια: πήγε να τον τυλίξει με καμώματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–