κάματος


κάματος
Προφορά

Ετυμολογία
κάματος αρχαία ελληνική κάματος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κάματος

✦ εξάντληση των σωματικών δυνάμεων από υπερβολικό κόπο: ανηφορούσε και λύγααν απ’ τον κάματο τα γόνατά του (Ν. Καζαντζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.