κάθαρμα


κάθαρμα
Προφορά

Ετυμολογία
κάθαρμα αρχαία ελληνική κάθαρμα (= σκουπίδι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κάθαρμα

(μτφ. ) άνθρωπος φαύλος, κακοήθης

Συνώνυμα
λέρα, αχρείος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.