κάζο


κάζο
Προφορά

Ετυμολογία
κάζο └ιταλ┘caso (= συμβάν)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κάζο

✦ ξαφνικό και δυσάρεστο περιστατικό: μου ‘τυχε ένα κάζο, πού να σ’ τα λέω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.