κάβουρας
Προφορά
Ετυμολογία
κάβουρας μεταγενέστερη ελληνική κάβουρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο κάβουρας
✦ είδος μαλακόστρακου της θάλασσας, ο θαλάσσιος καρκίνος
✦ ειδικό εργαλείο, κλειδί για βίδωμα και ξεβίδωμα
✦ φρ. πάει σαν τον κάβουρα, προχωρεί πολύ αργά· οπισθοδρομεί – παροιμ. τι ‘ναι ο κάβουρας τι ‘ναι το ζουμί του, για πράγματα που δεν επαρκούν και έχουν ασήμαντη απόδοση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–