ιωβηλαίο


ιωβηλαίο
Προφορά

Ετυμολογία
ιωβηλαίο μεταγενέστερη ελληνική ‘Ιωβηλαῖος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ιωβηλαίο

✦ το τελευταίο έτος κάθε μακράς περιόδου (σε κάποιο έργο ή από κάποιο γεγονός) που πανηγυρίζεται με αναμνηστική γιορτή
✦ γιορτή για τη συμπλήρωση πενήντα ετών έγγαμου βίου, δημόσιας λειτουργίας, κοινωνικής προσφοράς κτλ.
✦ (σπανιότ.) γιορτή για τη συμπλήρωση 25 ή 100 ετών από κάποιο γεγονός
✦ στους καθολικούς, η άφεση αμαρτιών από τον πάπα κατά την άνοδό του στο θρόνο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.