ισόχρονος


ισόχρονος
Προφορά

Ετυμολογία
ισόχρονος μεταγενέστερη ελληνική ἰσόχρονος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ισόχρονος -η, -ο

✦ που γίνεται σε ίδιο χρόνο ή σε ίσα χρονικά διαστήματα
✦ συγχρονισμένος
✦ (για σφυγμό) κανονικός, φυσιολογικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ισόχρονα (Κ ισοχρόνως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.