ισραηλινός


ισραηλινός
Προφορά

Ετυμολογία
ισραηλινός Ισραήλ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ισραηλινός -ή, -ό

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος του Ισραήλ, ο προερχόμενος από το Ισραήλ: ισραηλινά εδάφη – ισραηλινή αντιπροσωπεία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.