ισοφαρίζω


ισοφαρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ισοφαρίζω αρχαία ελληνική ἰσοφαρίζω

Ερμηνεία
ρήμα ισοφαρίζω

✦ εξισώνω κάτι ποσοτικά με άλλο, αντισταθμίζω
✦ (αμτβ.) εξισώνομαι ποσοτικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.