ισοσκέλιση


ισοσκέλιση
Προφορά

Ετυμολογία
ισοσκέλιση ισοσκελίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ισοσκέλιση

✦ (λογιστ.) εξίσωση χρέωσης και πίστωσης σε λογαριασμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.