ισοδυναμώ
Προφορά
Ετυμολογία
ισοδυναμώ μεταγενέστερη ελληνική ἰσοδυναμέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ισοδυναμώ -είς, -εί
✦ είμαι ισοδύναμος, έχω την ίδια δύναμη, ισχύ, αξία, σημασία με κάποιον άλλον, αντιστοιχώ: η συμμαχία σας με την Κέρκυρα θα ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου εναντίον μας (Άγγ. Βλάχος)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–