ισοβίτισσα


ισοβίτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ισοβίτισσα ισόβιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ισοβίτισσα

✦ θηλ. ισοβίτισσα (Κ -ίτις, -ιδος) καταδικασμένος σε ισόβια κάθειρξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.