ισμός


ισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ισμός κατάλ. ουσιαστικών που δηλώνουν θρησκευτικούς, φιλοσοφικούς, πολιτικούς κτλ. όρους (π.χ. χριστιανισμός, μωαμεθανισμός, αγνωστικισμός, κομουνισμός κτλ.)

Ερμηνεία
ισμός

✦ κ. -ισμός η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα αντίστοιχα σε -ισμός ουσιαστικά: οι διάφοροι ισμοί του εικοστού αιώνα αναθεωρούνται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.