ισλαμιστής


ισλαμιστής
Προφορά

Ετυμολογία
ισλαμιστής ισλάμ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ισλαμιστής

✦ θηλ. ισλαμίστρια οπαδός της θρησκείας του ισλαμισμού, μουσουλμάνος
✦ αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση του πολιτικού καθεστώτος που πρεσβεύει ο ισλαμισμός.

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.