ιππεύω


ιππεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ιππεύω αρχαία ελληνική ἱππεύω

Ερμηνεία
ρήμα ιππεύω

✦ ανεβαίνω σε άλογο, καβαλικεύω
✦ πηγαίνω έφιππος, κάνω ιππασία
✦ κάθομαι ιππαστί, καβαλικευτά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.