ιδιώτης


ιδιώτης
Προφορά

Ετυμολογία
ιδιώτης αρχαία ελληνική ἰδιώτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιδιώτης

✦ απλός πολίτης, που δεν μετέχει στη δημόσια ζωή ή δεν είναι δημόσιος λειτουργός
✦ (ψυχιατρ.) πρόσωπο που πάσχει από ιδιωτεία, ηλίθιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.