ιδιώνυμο
Προφορά
Ετυμολογία
ιδιώνυμο └ουδ┘ του επιθέτου ιδιώνυμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ιδιώνυμο
✦ (νομ.) αδίκημα που αποχωρίζεται από τη γενική κατηγορία αδικημάτων στην οποία υπάγεται και τιμωρείται με ιδιαίτερες ποινές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–