ιδιόλεκτο


ιδιόλεκτο
Προφορά

Ετυμολογία
ιδιόλεκτο ίδιος + λέγω• └αγγλ┘idiolect

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ιδιόλεκτο

✦ το γλωσσικό ιδίωμα ατόμου ή περιορισμένου κύκλου ατόμων (οικογένεια κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.