
ιδιαίτερος
Προφορά
Ετυμολογία
ιδιαίτερος αρχαία ελληνική ἰδιαίτερος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ιδιαίτερος -η, -ο
✦ που ανήκει ή ιδιάζει σε κάποιον: ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
✦ ξεχωριστός
✦ εξαιρετικός
✦ μοναχικός: ιδιαίτερο διαμέρισμα
✦ ουδ. πληθ. τα ιδιαίτερα ως ουσ., ατομικές, προσωπικές υποθέσεις: έχει ως αρχή να μην ανακατώνεται στα ιδιαίτερα των άλλων
✦ αρσ. κ. θηλ. ο ιδιαίτερος, η ιδιαιτέρα ως ουσ., προσωπικός γραμματέας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ιδιαίτερα κ.ιδιαιτέρως