ιδίωμα
Προφορά
Ετυμολογία
ιδίωμα αρχαία ελληνική ἰδίωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ιδίωμα
✦ ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ή γνώρισμα, ιδιότητα
✦ ιδιοτροπία
✦ (γλωσσολ.) ιδιαίτερος τρόπος ομιλίας και προφοράς των λέξεων σε κάποιο τόπο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–