ιγμόρειος


ιγμόρειος
Προφορά

Ετυμολογία
ιγμόρειος └αγγλ┘όν. Highmore

Ερμηνεία
επίθετο┘ ιγμόρειος -α, -ο

✦ ιγμόρειον (άντρον), αεροφόρα κοιλότητα του οστού της άνω γνάθου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.