ιγκλού


ιγκλού
Προφορά

Ετυμολογία
ιγκλού └αγγλ┘igloo, λ. των Εσκιμώων• σημ. σπίτι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το ιγκλού

✦ θολωτή οικία των Εσκιμώων που κατασκευάζεται από κομμάτια παγωμένου χιονιού ή πάγο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.