ιαχή


ιαχή
Προφορά

Ετυμολογία
ιαχή αρχαία ελληνική ἰαχή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ιαχή

✦ κραυγή, αλαλαγμός: ενθουσιώδεις ιαχές
✦ βουητό, οχλοβοή: το τέλος του λόγου εκάλυψε η ιαχή του πλήθους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.