θριαμβικός


θριαμβικός
Προφορά

Ετυμολογία
θριαμβικός μεταγενέστερη ελληνική θριαμβικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ θριαμβικός -ή, -ό

✦ ο του θριάμβου: θριαμβική αψίδα
(μτφ. ) επιβλητικός, μεγαλόπρεπος: τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική (Κ. Καρυωτάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
θριαμβικά (Κ θριαμβικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.