θρησκευτισμός
Προφορά
Ετυμολογία
θρησκευτισμός θρησκεύομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο θρησκευτισμός
✦ προσήλωση στη θρησκεία, επιμελής άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων: χρόνια και χρόνια φτιαγμένα από μεταρρυθμισμένο θρησκευτισμό, άγουρα απωθημένα θηλυκά… (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–