θρησκευτικός


θρησκευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
θρησκευτικός θρησκεύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ θρησκευτικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με τη θρησκεία
✦ (για πρόσ.) ο θρήσκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
θρησκευτικά (Κ θρησκευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.