θρησκεία
Προφορά
Ετυμολογία
θρησκεία αρχαία ελληνική θρησκεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θρησκεία
✦ το σύνολο των δοξασιών που έχουν σχέση με την πίστη σε θεούς ή σε θεό
✦ το σύνολο των τύπων της λατρείας, με την οποία εκδηλώνεται η πίστη αυτή
✦ (μτφ. ) οτιδήποτε τιμά και σέβεται κανείς ως ιερό: η δημοκρατία είναι γι’ αυτόν θρησκεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–