θρήσκος


θρήσκος
Προφορά

Ετυμολογία
θρήσκος αρχαία ελληνική θρῆσκος, ίσως από το θρέομαι (= ψιθυρίζω προσευχές)

Ερμηνεία
επίθετο┘ θρήσκος -α, -ο

✦ ευσεβής, θεοσεβούμενος

Συνώνυμα

Αντίθετα
άθρησκος, ασεβής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.