θηρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
θηρεύω αρχαία ελληνική θηρεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θηρεύω
✦ κυνηγώ: είναι κακοί κυνηγοί όσοι δεν σέβονται την εποχή της άνοιξης και θηρεύουν ζώα (Άγγ. Βλάχος)
✦ (μτφ. ) επιδιώκω κάτι με επιμονή: θηρεύοντας πράγματα αιώνια, θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια (Κ. Καρυωτάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–