θηραματοπονία
Προφορά
Ετυμολογία
θηραματοπονία θήραμα + αρχαία ελληνική ρ. πονέω-ῶ (= κοπιάζω)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θηραματοπονία
✦ η επιστημονική μελέτη και φροντίδα για τη διάσωση και ανάπτυξη των θηραμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–