θηλυκωτήρι


θηλυκωτήρι
Προφορά

Ετυμολογία
θηλυκωτήρι θηλυκώνω

Ερμηνεία
θηλυκωτήρι

✦ πόρπη σε γυναικείες φορεσιές
✦ κουμπωτήρι υποδημάτων ή εξαρτημάτων της ενδυμασίας: φορούσαν πετσένια σελάχια με μπρούντζινα θηλυκωτάρια (Στρ. Μυριβήλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.