θηβαϊκός


θηβαϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
θηβαϊκός αρχαία ελληνική θηβαϊκός

Ερμηνεία
θηβαϊκός

✦ -ή, -ό κ. θηβαίικος, -η, -ο επίθ. (Κ -κός, -ή, -όν) που ανήκει ή αναφέρεται στη Θήβα ή τους Θηβαίους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.