θεώρηση
Προφορά
Ετυμολογία
θεώρηση αρχαία ελληνική θεώρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θεώρηση
✦ θέαση
✦ εξέταση και έγκριση εγγράφου
✦ ανάγνωση κειμένου για τη διόρθωση σφαλμάτων, την καλύτερη διατύπωση κτλ.
✦ παρατήρηση και εξέταση φαινομένου ή καταστάσεως: επιβάλλεται στους Έλληνες μια νέα θεώρηση, μια ανατοποθέτηση στη συνείδησή τους όλων των ζητημάτων (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–