θεώμαι
Προφορά
Ετυμολογία
θεώμαι αρχαία ελληνική θεάομαι-ῶμαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θεώμαι -άσαι, -άται
✦ παρατηρώ: και πάντες οι θεώμενοι σκληρώς με κατηρώντο (Αλ. Παπαδιαμάντης)
✦ (ως παθητ. εύχρ. στον αόρ.): εθεάθη περιφερόμενος ασκόπως
✦ φρ. προς (ή για) το θεαθήναι, για επίδειξη ή για παραπλάνηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–