θεωρικά


θεωρικά
Προφορά

Ετυμολογία
θεωρικά └ουδ┘ πληθ. του αρχαίου ελληνικού επιθ. θεωρικός

Ερμηνεία
θεωρικά

✦ ουσ. τα χρήματα που δίνονταν, από το δημόσιο ταμείο, στους άπορους πολίτες της αρχαίας Αθήνας για την είσοδό τους στο θέατρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.