θεσπίζω


θεσπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
θεσπίζω αρχαία ελληνική θεσπίζω (= χρησμοδοτώ)

Ερμηνεία
ρήμα θεσπίζω

✦ νομοθετώ, καθιερώνω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.