θεσούλα
Προφορά
Ετυμολογία
θεσούλα υποκοριστικό του ουσιαστικού θέση
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θεσούλα
✦ υπαλληλική απασχόληση ιδ. στο δημόσιο: θα μπορούσε κάποτε να τους διορίσει σε μια καλή θεσούλα (Διδώ Σωτηρίου)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–