θεσμικός


θεσμικός
Προφορά

Ετυμολογία
θεσμικός θεσμός

Ερμηνεία
επίθετο┘ θεσμικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στους θεσμούς, στην πολιτειακή δομή: θεσμικός νόμος – θεσμικές αλλαγές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.