θεσιθήρας


θεσιθήρας
Προφορά

Ετυμολογία
θεσιθήρας θέσις + θήρα (= κυνήγι)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεσιθήρας

✦ πρόσωπο που επιδιώκει άκοπη και προσοδοφόρα απασχόληση, ιδ. σε δημόσια θέση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.