θερμιδομετρία
Προφορά
Ετυμολογία
θερμιδομετρία θερμίς + μετρώ• απόδοση του └γαλλ┘ όρου calorimétrie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θερμιδομετρία
✦ κλάδος της φυσικής που ασχολείται με μετρήσεις των ποσοτήτων θερμότητας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–