θερμίστορ
Προφορά
Ετυμολογία
θερμίστορ └αγγλ┘thermistor
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το θερμίστορ
✦ θερμική αντίσταση που έχει την ιδιότητα να μεταβάλλεται με τη μεταβολή της θερμοκρασίας, χρήσιμη για μετρήσεις και έλεγχο της θερμοκρασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–