θερμίδα
Προφορά
Ετυμολογία
θερμίδα μετάφραση του └γαλλ┘ όρου όρου calorie
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θερμίδα
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. θερμίδες, μονάδα για τη μέτρηση της ποσότητας της θερμότητας· διεθν. όρος: καλορί
✦ μονάδα για τη μέτρηση της ενεργειακής αξίας των τροφών: το ψωμί είναι τροφή πλούσια σε θερμίδες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–